- επαμφοτερίζω
- (Α ἐπαμφοτερίζω) [επαμφότερος]1. κλίνω άλλοτε προς τον ένα κι άλλοτε προς τον άλλο, είμαι διπλοπρόσωπος («ἔμελλε τὸν Τισσαφέρνη ἀποφαίνειν... ἐπαμφοτερίζοντα», Θουκ.)2. είμαι αμφίβολος, εκλαμβάνομαι με δύο τρόπους, δέχομαι διπλή ερμηνείααρχ.1. αμφιρρέπω, αμφιταλαντεύομαι2. (για πυρετό) έχω δύο μορφές3. (για φωνήεντα) μπορώ να εκληφθώ και ως μακρόχρονο και ως βραχύχρονο4. μοιάζω στη φύση με κάποιο άλλο, έχω διπλή φύση5. βρίσκομαι ακριβώς στη μέση6. επαρκώ και για τα δύο μέρη.
Dictionary of Greek. 2013.